- παθήματι
- πάθημαthat which befalls oneneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επέξειμι — ἐπέξειμι (Α) [έξειμι] 1. κάνω επιδρομή εναντίον τού εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», Θουκ.) 2. ξεφεύγω 3. παίρνω εκδίκηση 4. κάνω μήνυση («ὅπως ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», Δημοσθ.) 5. εκδικούμαι, τιμωρώ («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
παθήμαθ' — παθήματα , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc pl παθήματι , πάθημα that which befalls one neut dat sg παθήματε , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήματ' — παθήματα , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc pl παθήματι , πάθημα that which befalls one neut dat sg παθήματε , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)